- βολταμπέρ
- το эл. вольт-ампер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κιλοβολταμπέρ — Μονάδα φαινόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία αναπτύσσεται μέσα σε διάστημα μίας ώρας από φαινόμενη ισχύ ενός κιλοβάτ. Είναι ταυτόσημη με το κιλοβατώριο και χρησιμοποιείται στην περίπτωση του εναλλασσόμενου ρεύματος. * * * το μονάδα φαινόμενης… … Dictionary of Greek
μεγαλοβολταμπέρ — το (ηλεκτρ.) μονάδα μέτρησης τής φαινομένης ισχύος τού εναλλασσόμενου ρεύματος, η οποία ισοδυναμεί με 1.000.000 βολταμπέρ … Dictionary of Greek